Κάρ: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
(SL_1)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Kar
|Transliteration C=Kar
|Beta Code=*ka/r
|Beta Code=*ka/r
|Definition=ο, gen. <b class="b3">Κᾱρός</b>, pl. <b class="b3">Κᾶρες</b> (contr. fr. <b class="b3">Κᾰερ-</b>), <span class="title">Carian</span>, <span class="bibl">Il.2.867</span>, etc.:—fem. Κάειρα [ᾰ] (q.v.): employed as mercenaries, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> καὶ δὴ 'πίκουρος ὥστε Κὰρ κεκλήσομαι <span class="bibl">Archil.24</span>, cf. <span class="bibl">Ephor.12</span> J.: hence prov., <b class="b3">ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν</b> (cf. <b class="b2">experimentum facere in corpore vili</b>), <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span> 654</span>, cf. Sch.<span class="bibl">Pl.<span class="title">La.</span>187b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Euthd.</span>285c</span>; ἐν Καρὶ τὸν κίνδυνον . . πειρᾶσθαι <span class="bibl">Cratin.16</span>, cf. <span class="bibl">Philem.18</span>; δεῖ ἐν Καρὶ τὴν πεῖραν, οὐκ ἐν τῷ στρατηγῷ γίνεσθαι <span class="bibl">Plb.10.32.11</span>; ἐν τῷ Καρὶ καὶ οὐκ ἐν τοῖς ἑαυτῶν σώμασι τὰς πείρας ποιούμενοι Aristid.1.163 J. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> v. [[Κήρ]].</span>
|Definition=ο, gen. <b class="b3">Κᾱρός</b>, pl. <b class="b3">Κᾶρες</b> (contr. fr. <b class="b3">Κᾰερ-</b>), <span class="title">Carian</span>, <span class="bibl">Il.2.867</span>, etc.:—fem. Κάειρα [ᾰ] (q.v.): employed as mercenaries, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> καὶ δὴ 'πίκουρος ὥστε Κὰρ κεκλήσομαι <span class="bibl">Archil.24</span>, cf. <span class="bibl">Ephor.12</span> J.: hence prov., <b class="b3">ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν</b> (cf. <b class="b2">run the risk with a Carian, spare the citizens by making use of mercenaries, experimentum facere in corpore vili</b>), <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span> 654</span>, cf. Sch.<span class="bibl">Pl.<span class="title">La.</span>187b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Euthd.</span>285c</span>; ἐν Καρὶ τὸν κίνδυνον . . πειρᾶσθαι <span class="bibl">Cratin.16</span>, cf. <span class="bibl">Philem.18</span>; δεῖ ἐν Καρὶ τὴν πεῖραν, οὐκ ἐν τῷ στρατηγῷ γίνεσθαι <span class="bibl">Plb.10.32.11</span>; ἐν τῷ Καρὶ καὶ οὐκ ἐν τοῖς ἑαυτῶν σώμασι τὰς πείρας ποιούμενοι Aristid.1.163 J. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> v. [[Κήρ]].</span>
}}
{{ls
|lstext=γεν. Κᾱρός, πληθ. Κᾶρες, ο κάτοικος της Καρίας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· θηλ. Κάειρα[ᾰ], στο ίδ.· οι Κάρες μισθώνονταν ως μισθοφόροι και χρησιμοποιούνταν για να φυλάττουν την ζωή των πολιτών και των στρατιωτών· απ' όπου, ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν, όταν κάποιος βάζει κάποιον άλλο να κινδυνεύσει για χάρη του, για λογαριασμό του ή στην θέση του, δηλ. έναν Κάρα, Λατ. experimentum facere in corpore vili, σε Ευρ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 10:28, 27 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κάρ Medium diacritics: Κάρ Low diacritics: Καρ Capitals: ΚΑΡ
Transliteration A: Kár Transliteration B: Kar Transliteration C: Kar Beta Code: *ka/r

English (LSJ)

ο, gen. Κᾱρός, pl. Κᾶρες (contr. fr. Κᾰερ-), Carian, Il.2.867, etc.:—fem. Κάειρα [ᾰ] (q.v.): employed as mercenaries,

   A καὶ δὴ 'πίκουρος ὥστε Κὰρ κεκλήσομαι Archil.24, cf. Ephor.12 J.: hence prov., ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν (cf. run the risk with a Carian, spare the citizens by making use of mercenaries, experimentum facere in corpore vili), E.Cyc. 654, cf. Sch.Pl.La.187b, Euthd.285c; ἐν Καρὶ τὸν κίνδυνον . . πειρᾶσθαι Cratin.16, cf. Philem.18; δεῖ ἐν Καρὶ τὴν πεῖραν, οὐκ ἐν τῷ στρατηγῷ γίνεσθαι Plb.10.32.11; ἐν τῷ Καρὶ καὶ οὐκ ἐν τοῖς ἑαυτῶν σώμασι τὰς πείρας ποιούμενοι Aristid.1.163 J.    II v. Κήρ.

Greek (Liddell-Scott)

γεν. Κᾱρός, πληθ. Κᾶρες, ο κάτοικος της Καρίας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· θηλ. Κάειρα[ᾰ], στο ίδ.· οι Κάρες μισθώνονταν ως μισθοφόροι και χρησιμοποιούνταν για να φυλάττουν την ζωή των πολιτών και των στρατιωτών· απ' όπου, ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν, όταν κάποιος βάζει κάποιον άλλο να κινδυνεύσει για χάρη του, για λογαριασμό του ή στην θέση του, δηλ. έναν Κάρα, Λατ. experimentum facere in corpore vili, σε Ευρ.

French (Bailly abrégé)

Καρός (ὁ) :
Carien, habitant de la Carie ; οἱ Κᾶρες, les Cariens.
Étymologie: cf. Καρία.

English (Autenrieth)

pl. Κᾶρες: the Carians, inhabitants of Caria in Asia Minor, Il. 2.867. (Il.)

English (Slater)

Κάρ, v. Κήρ.