ἀγχόθι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
(big3_1)
(2)
Line 10: Line 10:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀγχόθῐ)<br />adv. [[cerca]] c. gen. δειρῆς <i>Il</i>.14.412, αὐτῆς <i>Od</i>.13.103, ὄρεος Φυλληίου ἀ. ναίων A.R.1.37, πατρός Theoc.24.135, πηγάων Call.<i>Dian</i>.171<br /><b class="num">•</b>s. rég. ὑψηλαὶ δὲ πεφύκεσσαν ἀ. πεῦκαι Theoc.22.40, cf. <i>IG</i> 9(2).645 (Larisa, imper.).
|dgtxt=(ἀγχόθῐ)<br />adv. [[cerca]] c. gen. δειρῆς <i>Il</i>.14.412, αὐτῆς <i>Od</i>.13.103, ὄρεος Φυλληίου ἀ. ναίων A.R.1.37, πατρός Theoc.24.135, πηγάων Call.<i>Dian</i>.171<br /><b class="num">•</b>s. rég. ὑψηλαὶ δὲ πεφύκεσσαν ἀ. πεῦκαι Theoc.22.40, cf. <i>IG</i> 9(2).645 (Larisa, imper.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀγχόθι:''' επίρρ. = [[ἀγχοῦ]], κοντά· με γεν. σε Όμηρ.· απόλ. σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 17:06, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχόθι: ἐπίρρ., = ἀγχοῦ, ἄγχι, πλησίον, μ. γεν., Ἰλ. Ξ. 412, Ὀδ. Ν. 103· ἀπολ., Θεοκρ. 22. 40, Ἀνθ.

French (Bailly abrégé)

adv.
auprès.
Étymologie: ἄγχι, -θι.

English (Autenrieth)

ἄγχι.

Spanish (DGE)

(ἀγχόθῐ)
adv. cerca c. gen. δειρῆς Il.14.412, αὐτῆς Od.13.103, ὄρεος Φυλληίου ἀ. ναίων A.R.1.37, πατρός Theoc.24.135, πηγάων Call.Dian.171
s. rég. ὑψηλαὶ δὲ πεφύκεσσαν ἀ. πεῦκαι Theoc.22.40, cf. IG 9(2).645 (Larisa, imper.).

Greek Monotonic

ἀγχόθι: επίρρ. = ἀγχοῦ, κοντά· με γεν. σε Όμηρ.· απόλ. σε Θεόκρ.