ἀεκαζόμενος: Difference between revisions
From LSJ
(big3_1) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-η, -ον<br />sólo part. [[contra la voluntad]] πόλλ' ἀεκαζομένη muy en contra de su voluntad</i>, <i>Il</i>.6.458, cf. <i>Od</i>.13.277, 18.135, οἵ μ' ἀεκαζομένην μνῶνται <i>Od</i>.19.133, cf. <i>h.Cer</i>.30, Emp.<i>Fr.Pap</i>.d2. | |dgtxt=-η, -ον<br />sólo part. [[contra la voluntad]] πόλλ' ἀεκαζομένη muy en contra de su voluntad</i>, <i>Il</i>.6.458, cf. <i>Od</i>.13.277, 18.135, οἵ μ' ἀεκαζομένην μνῶνται <i>Od</i>.19.133, cf. <i>h.Cer</i>.30, Emp.<i>Fr.Pap</i>.d2. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀεκαζόμενος:''' -η, -ον, μτχ. [[τύπος]] = [[ἀέκων]], σε Ομήρ. Οδ.· πόλλ' [[ἀεκαζόμενος]], αυτό που ο Βιργ. ονομάζει [[multa]] [[reluctans]], στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:12, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον, particip. form,
A = ἀέκων, πόλλ' ἀ. Od.13.277, cf. h.Cer.30, Od.18.135. ἀέκασσα· ἄκουσαm Hsch. ἀέκαστι, Adv., etym. of ἀέκητι, A.D.Conj.233.26, EM19.33.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεκαζόμενος: -η, -ον, μετοχ. τύπος = ἀέκων, Ὀδ. Σ. 135, πόλλ’ ἀεκαζομένους (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου multa reluctans) Ν. 277·
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui agit malgré soi.
Étymologie: ἀ, ἑκών.
English (Autenrieth)
(ἀϝέκων): unwillingly, reluctantly; w. πολλά, ‘much against one's will.’
Spanish (DGE)
-η, -ον
sólo part. contra la voluntad πόλλ' ἀεκαζομένη muy en contra de su voluntad, Il.6.458, cf. Od.13.277, 18.135, οἵ μ' ἀεκαζομένην μνῶνται Od.19.133, cf. h.Cer.30, Emp.Fr.Pap.d2.
Greek Monotonic
ἀεκαζόμενος: -η, -ον, μτχ. τύπος = ἀέκων, σε Ομήρ. Οδ.· πόλλ' ἀεκαζόμενος, αυτό που ο Βιργ. ονομάζει multa reluctans, στο ίδ.