ἀηδώ: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6_1) |
(2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀηδώ''': [[ἀηδών]]: ἐκ τοῦ τύπου τούτου ἔχομεν γενικὴν ἀηδοῦς, Σοφ. Αἴ. 628 (ὁ Σχολ. λέγει ὅτι [[εἶναι]] Μυτιλην. [[τύπος]]), κλητ. ἀηδοῖ, Ἀριστοφ. Ὄρ. 679. | |lstext='''ἀηδώ''': [[ἀηδών]]: ἐκ τοῦ τύπου τούτου ἔχομεν γενικὴν ἀηδοῦς, Σοφ. Αἴ. 628 (ὁ Σχολ. λέγει ὅτι [[εἶναι]] Μυτιλην. [[τύπος]]), κλητ. ἀηδοῖ, Ἀριστοφ. Ὄρ. 679. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀηδώ:''' = [[ἀηδών]], γεν. <i>ἀηδοῦς</i>, σε Σοφ., κλητ. <i>ἀηδοῖ</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:21, 30 December 2018
English (LSJ)
= sq., gen.
A ἀηδοῦς S.Aj.628 (lyr.), voc. ἀηδοῖ Ar.Av.679 (lyr.): nom. pl. ἄηδοι Sapph.Oxy.1787.6.7. (Mytil. acc. to Sch.S. l.c.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀηδώ: ἀηδών: ἐκ τοῦ τύπου τούτου ἔχομεν γενικὴν ἀηδοῦς, Σοφ. Αἴ. 628 (ὁ Σχολ. λέγει ὅτι εἶναι Μυτιλην. τύπος), κλητ. ἀηδοῖ, Ἀριστοφ. Ὄρ. 679.
Greek Monotonic
ἀηδώ: = ἀηδών, γεν. ἀηδοῦς, σε Σοφ., κλητ. ἀηδοῖ, σε Αριστοφ.