αἱμυλομήτης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(αἱμῠλομήτης) -ου, ὁ [[de mente astuta]]de Hermes <i>h.Merc</i>.13.
|dgtxt=(αἱμῠλομήτης) -ου, ὁ [[de mente astuta]]de Hermes <i>h.Merc</i>.13.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἱμῠλομήτης:''' -ου, ὁ ([[μήτις]]), αυτός που κατακτά, που κερδίζει με πανουργίες, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 17:21, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμῠλομήτης Medium diacritics: αἱμυλομήτης Low diacritics: αιμυλομήτης Capitals: ΑΙΜΥΛΟΜΗΤΗΣ
Transliteration A: haimylomḗtēs Transliteration B: haimylomētēs Transliteration C: aimylomitis Beta Code: ai(mulomh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A of winning wiles, h.Merc.13.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ ἐπιχαρίτως, θελκτικῶς ἐξαπατῶν, ὁ θωπευτικῶς πανοῦργος, Λατ. blande decipiens, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 13, ἔνθα ὁ Ruhnk ἐξ εἰκασίας προτείνει αἱμυλόμυθος.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habile dans l’art de tromper.
Étymologie: αἱμύλος, μῆτις.

Spanish (DGE)

(αἱμῠλομήτης) -ου, ὁ de mente astutade Hermes h.Merc.13.

Greek Monotonic

αἱμῠλομήτης: -ου, ὁ (μήτις), αυτός που κατακτά, που κερδίζει με πανουργίες, σε Ομηρ. Ύμν.