αἰνικτός: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[dicho en enigmas]] αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.<i>OT</i> 439.
|dgtxt=-ή, -όν [[dicho en enigmas]] αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.<i>OT</i> 439.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰνικτός:''' -ή, -όν, αυτός που λέγεται με αινιγματικό τρόπο, [[αινιγματικός]], [[αινιγματώδης]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 17:30, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰνικτός Medium diacritics: αἰνικτός Low diacritics: αινικτός Capitals: ΑΙΝΙΚΤΟΣ
Transliteration A: ainiktós Transliteration B: ainiktos Transliteration C: ainiktos Beta Code: ai)nikto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A expressed in riddles, riddling, S.OT439.

Greek (Liddell-Scott)

αἰνικτός: -ή, -όν, ὁ ἐν αἰνίγμασιν ἐκπεφρασμένος, αἰνιγματώδης, Σοφ. Ο. Τ. 439.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dit à mots couverts, énigmatique.
Étymologie: αἰνίσσομαι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν dicho en enigmas αἰνικτὰ κἀσαφῆ λέγεις S.OT 439.

Greek Monotonic

αἰνικτός: -ή, -όν, αυτός που λέγεται με αινιγματικό τρόπο, αινιγματικός, αινιγματώδης, σε Σοφ.