αἰωρητός: Difference between revisions

From LSJ

ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm

Source
(big3_2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-όν [[colgado]] ἱστία <i>AP</i> 5.204 (Mel.).
|dgtxt=-όν [[colgado]] ἱστία <i>AP</i> 5.204 (Mel.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰωρητός:''' -όν, ρημ. επίθ. του [[αἰωρέω]], αυτός που αιωρείται, [[μετέωρος]], κρεμασμένος, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:35, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰωρητός Medium diacritics: αἰωρητός Low diacritics: αιωρητός Capitals: ΑΙΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: aiōrētós Transliteration B: aiōrētos Transliteration C: aioritos Beta Code: ai)wrhto/s

English (LSJ)

όν,

   A hanging, AP5.203 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰωρητός: -ή, -όν, = μετέωρος, κρεμάμενος, περιιπτάμενος, Ἀνθ. Π. 5. 204.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tenu en l’air, suspendu.
Étymologie: αἰωρέω.

Spanish (DGE)

-όν colgado ἱστία AP 5.204 (Mel.).

Greek Monotonic

αἰωρητός: -όν, ρημ. επίθ. του αἰωρέω, αυτός που αιωρείται, μετέωρος, κρεμασμένος, σε Ανθ.