ἄκτιος: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄκτιος]], -ον (Α) [[ἀκτή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή βρίσκεται στην [[παραλία]], ο [[ακταίος]] ([[κυρίως]] επίθ. του Πανός ως θεού της παραλίας)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἄκτιον]]. | |mltxt=[[ἄκτιος]], -ον (Α) [[ἀκτή]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή βρίσκεται στην [[παραλία]], ο [[ακταίος]] ([[κυρίως]] επίθ. του Πανός ως θεού της παραλίας)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἄκτιον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄκτιος:''' -ον ([[ἀκτή]]), αυτός που ζει στην [[ακροθαλασσιά]], συχνάζει στην [[παραλία]], λέγεται για τον θεό Πάνα, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἀκτή α)
A of the sea-shore, of Pan as god of the coast, Theoc.5.14; of Apollo, A.R.1.404.
German (Pape)
[Seite 86] ον, am Gestade (ἀκτή); Πάν, Küstenbeschützer, Theocr. 5, 14; Apollo, Ap. Rh. 1, 402; – τὸ ἄκτιον, die Küste, Ael. H. A. 13, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκτιος: -ον, (ἀκτὴ) ἀνήκων ἢ εὑρισκόμενος εἰς τὴν παραλίαν, ἐπίθ. τοῦ Πανὸς ὡς θεοῦ τῆς παραλίας, Θεόκρ. 5. 14· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 402· πρβλ. ἁλίπλαγκτος, λιμενίτης.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
du littoral.
Étymologie: ἀκτή².
Greek Monolingual
ἄκτιος, -ον (Α) ἀκτή
1. αυτός που ανήκει ή βρίσκεται στην παραλία, ο ακταίος (κυρίως επίθ. του Πανός ως θεού της παραλίας)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄκτιον.
Greek Monotonic
ἄκτιος: -ον (ἀκτή), αυτός που ζει στην ακροθαλασσιά, συχνάζει στην παραλία, λέγεται για τον θεό Πάνα, σε Θεόκρ.