ἀκροπενθής: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκροπενθὴς (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[βαρύ]] [[πένθος]], ο [[βαθιά]] [[θλιμμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (ΙΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[πένθος]].
|mltxt=ἀκροπενθὴς (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[βαρύ]] [[πένθος]], ο [[βαθιά]] [[θλιμμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (ΙΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>πενθὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[πένθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροπενθής:''' -ές ([[πένθος]]), υπερβολικά [[θλιμμένος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροπενθής Medium diacritics: ἀκροπενθής Low diacritics: ακροπενθής Capitals: ΑΚΡΟΠΕΝΘΗΣ
Transliteration A: akropenthḗs Transliteration B: akropenthēs Transliteration C: akropenthis Beta Code: a)kropenqh/s

English (LSJ)

ές,

   A f.l. for ἁβρο-, A.Pers.135 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροπενθής: -ές, εἰς ὑπερβολὴν τεθλιμμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 135 (λυρ.)· ἀλλ’ ὁ Paley γράφει ἁβροπενθεῖς, ἁβρῶς πενθοῦσαι, ἐκ τοῦ Σχολ., πρβλ. ἁβρόγοος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
extrêmement affligé.
Étymologie: ἄκρος, πένθος.

Greek Monolingual

ἀκροπενθὴς (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που έχει βαρύ πένθος, ο βαθιά θλιμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + -πενθὴς < πένθος.

Greek Monotonic

ἀκροπενθής: -ές (πένθος), υπερβολικά θλιμμένος, σε Αισχύλ.