ἀμυγμός: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμυγμός]], ο (Α) [[ἀμύσσω]]<br />το [[άμυγμα]]. | |mltxt=[[ἀμυγμός]], ο (Α) [[ἀμύσσω]]<br />το [[άμυγμα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμυγμός:''' -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, = foreg., cj. in A.Ch.24.
German (Pape)
[Seite 130] ὁ, das Zerfleischen, Aesch. Ch. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμυγμός: ὁ, (ἀμύσσω) ἄμυγμα, «τσουγγράνισμα», σπαραγμός· πρέπει παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς Αἰσχ. Χο. 24. Ἴδε σημ. Paley ἐν τόπῳ· ὁ Ἕρμαν. ἔχει διωγμοῖς.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἄμυγμα.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
arañazo A.Ch.24 (cf. ἀμυχμός).
Greek Monolingual
ἀμυγμός, ο (Α) ἀμύσσω
το άμυγμα.
Greek Monotonic
ἀμυγμός: -οῦ, ὁ, = το προηγ., σε Αισχύλ.