ἀμφιπίτνω: Difference between revisions
From LSJ
(big3_3) |
(2) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[caer abrazando]], [[γόνυ]] καὶ χέρα E.<i>Supp</i>.278. | |dgtxt=[[caer abrazando]], [[γόνυ]] καὶ χέρα E.<i>Supp</i>.278. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφιπίτνω:''' (πῐτ), ποιητ. αντί προηγ., σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 142] dasselbe, Eur. Suppl. 278 ἀμφιπίτνουσα τὸ σὸν γόνυ, auch ἀμφιπιτνοῦσα geschr. Vgl. πίτνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπίτνω: ἴδε ἀμφιπίπτω.
English (Slater)
ἀμφιπίτνω
1 fall upon and embrace ἐγὼ κλυτὸν ἔθνος Λοκρῶν ἀμφέπεσον, μέλιτι εὐάνορα πόλιν καταβρέχων (O. 10.98)
Spanish (DGE)
caer abrazando, γόνυ καὶ χέρα E.Supp.278.
Greek Monotonic
ἀμφιπίτνω: (πῐτ), ποιητ. αντί προηγ., σε Ευρ.