ἀμφικίων: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφικίων]] (-ονος), -ον (Α)<br />(για ναούς) αυτός που έχει [[ολόγυρα]] κίονες, ο [[περίπτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κίων]]. | |mltxt=[[ἀμφικίων]] (-ονος), -ον (Α)<br />(για ναούς) αυτός που έχει [[ολόγυρα]] κίονες, ο [[περίπτερος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κίων]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμφῐκίων:''' [κῑ], -ον, αυτός που είναι περιτριγυρισμένος με κίονες, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:04, 30 December 2018
English (LSJ)
[κῑ], ον, gen. ονος,
A with pillars all round, S.Ant.285.
German (Pape)
[Seite 140] ονος, rings mit Säulen umgeben, ναός Soph. Ant. 285.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφῐκίων: [κῑ], ον, ονος, ἔχων πέριξ κίονας ὡς τὸ περίστυλος, Σοφ. Ἀντ. 285.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
soutenu tout autour par des colonnes.
Étymologie: ἀμφί, κίων.
Spanish (DGE)
-ον, gen. -ονος
• Prosodia: [-κῑ-]
con columnas a uno y otro lado ναός S.Ant.285.
Greek Monolingual
ἀμφικίων (-ονος), -ον (Α)
(για ναούς) αυτός που έχει ολόγυρα κίονες, ο περίπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κίων.
Greek Monotonic
ἀμφῐκίων: [κῑ], -ον, αυτός που είναι περιτριγυρισμένος με κίονες, σε Σοφ.