ἀμφορίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφορίσκος]], ο (Α) [[ἀμφορεύς]]<br />(υποκοριστικό του [[ἀμφορεύς]]) [[μικρός]] [[αμφορέας]].
|mltxt=[[ἀμφορίσκος]], ο (Α) [[ἀμφορεύς]]<br />(υποκοριστικό του [[ἀμφορεύς]]) [[μικρός]] [[αμφορέας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφορίσκος:''' ὁ, υποκορ. του [[ἀμφορεύς]], σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 18:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφορίσκος Medium diacritics: ἀμφορίσκος Low diacritics: αμφορίσκος Capitals: ΑΜΦΟΡΙΣΚΟΣ
Transliteration A: amphorískos Transliteration B: amphoriskos Transliteration C: amforiskos Beta Code: a)mfori/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of ἀμφορεύς, D.22.76;

   A ἀ. Πανιώνιος IG2.818.

German (Pape)

[Seite 146] ὁ, kleiner ἀμφορεύς, Dem. 22, 76.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφορίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἀμφορεύς, Δημ. 617. 19.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pequeña ánfora D.22.76, IG 22.1640.19 (IV a.C.), 22.1425.345 (IV a.C.), Hero Stereom.2.23, Poll.10.70.

Greek Monolingual

ἀμφορίσκος, ο (Α) ἀμφορεύς
(υποκοριστικό του ἀμφορεύς) μικρός αμφορέας.

Greek Monotonic

ἀμφορίσκος: ὁ, υποκορ. του ἀμφορεύς, σε Δημ.