Ἀχαιΐς: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
(big3_8) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ίδος v. [[Ἀχαΐς]]. | |dgtxt=-ίδος v. [[Ἀχαΐς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ἀχαιΐς:''' -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">1.</b> η Αχαϊκή γη, με ή [[χωρίς]] [[γαῖα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[γυνή]]), η Αχαιή [[γυναίκα]], στο ίδ.· επίσης Ἀχαιάς, <i>-[[άδος]]</i>, στο ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ΐδος, ἡ,
A the Achaian land, with or without γαῖα, Il.1.254, 3.75, etc. 2 (sc. γυνή) Achaian woman, Ἀχαιΐδες οὐκέτ' Ἀχαιοί 2.235, etc.:—also Ἀχαιϊάς, άδος, 5.424, etc.
French (Bailly abrégé)
ion. c. Ἀχαΐς.
Spanish (DGE)
-ίδος v. Ἀχαΐς.
Greek Monotonic
Ἀχαιΐς: -ίδος, ἡ,
1. η Αχαϊκή γη, με ή χωρίς γαῖα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. (ενν. γυνή), η Αχαιή γυναίκα, στο ίδ.· επίσης Ἀχαιάς, -άδος, στο ίδ.