Ἀχαιΐς
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ΐδος, ἡ,
A the Achaian land, with or without γαῖα, Il.1.254, 3.75, etc.
2 (sc. γυνή) Achaian woman, Ἀχαιΐδες οὐκέτ' Ἀχαιοί 2.235, etc.:—also Ἀχαιϊάς, άδος, 5.424, etc.
Spanish (DGE)
-ίδος v. Ἀχαΐς.
French (Bailly abrégé)
ion. c. Ἀχαΐς.
Greek Monotonic
Ἀχαιΐς: -ίδος, ἡ,
1. η Αχαϊκή γη, με ή χωρίς γαῖα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. (ενν. γυνή), η Αχαιή γυναίκα, στο ίδ.· επίσης Ἀχαιάς, -άδος, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
Ἀχαιΐς: ίδος эп.-ион. = Ἀχαΐς I, II.