ἀττέλαβος: Difference between revisions
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀττέλαβος]], -λεβος)<br />μικρό [[σκαθάρι]] του οποίου το θηλυκό περιτυλίγει σε [[σχήμα]] τσιγάρου τα φύλλα της βαλανιδιάς και του αμπελιού για ν' αποθέσει τα αβγά του, κν. τσιγαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. δάνεια λ. που άλλοι θεωρούν σημιτικής και άλλοι αιγυπτιακής προελεύσεως]. | |mltxt=ο (Α [[ἀττέλαβος]], -λεβος)<br />μικρό [[σκαθάρι]] του οποίου το θηλυκό περιτυλίγει σε [[σχήμα]] τσιγάρου τα φύλλα της βαλανιδιάς και του αμπελιού για ν' αποθέσει τα αβγά του, κν. τσιγαράς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. δάνεια λ. που άλλοι θεωρούν σημιτικής και άλλοι αιγυπτιακής προελεύσεως]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀττέλαβος:''' Ιων. -εβος, ὁ, είδος ακρίδας [[χωρίς]] φτερά, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. ἀττέλ-εβος (both forms in LXX Na.3.17 codd.), ὁ,
A locust, Hdt.4.172, Arist.HA550b32, 556a8, Thphr.Fr.174.3, Plu.2.636e:— also ἀττελάβη· ἀκρίδας, Hsch.
German (Pape)
[Seite 390] ὁ, eine ungeflügelte Heuschreckenart, Lucill. 69 (XI, 265).
Greek (Liddell-Scott)
ἀττέλαβος: Ἰων. -εβος, ὁ, εἶδος ἀπτέρου ἀκρίδος, Ἡρόδ. 4. 172, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 29., 5. 30, 4, «ἀττέλαβος· ἀκρὶς μικρά· καὶ εἶδος κνωδάλου, ζώου μικροῦ καὶ λεπτοῦ» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte de sauterelle (sans ailes LSJ), insecte.
Étymologie: DELG emprunt.
Greek Monolingual
ο (Α ἀττέλαβος, -λεβος)
μικρό σκαθάρι του οποίου το θηλυκό περιτυλίγει σε σχήμα τσιγάρου τα φύλλα της βαλανιδιάς και του αμπελιού για ν' αποθέσει τα αβγά του, κν. τσιγαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. που άλλοι θεωρούν σημιτικής και άλλοι αιγυπτιακής προελεύσεως].
Greek Monotonic
ἀττέλαβος: Ιων. -εβος, ὁ, είδος ακρίδας χωρίς φτερά, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).