ἀνστήμεναι: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(Bailly1_1)
 
(3)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>inf. ao.2 épq. de</i> [[ἀνίστημι]].
|btext=<i>inf. ao.2 épq. de</i> [[ἀνίστημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνστήμεναι:''' Επικ. αντί ἀνα-[[στῆναι]], απαρ. αορ. βʹ του [[ἀνίστημι]].
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de ἀνίστημι.

Greek Monotonic

ἀνστήμεναι: Επικ. αντί ἀνα-στῆναι, απαρ. αορ. βʹ του ἀνίστημι.