ἀνείσοδος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνείσοδος]], -ον (Α)<br />[[απρόσιτος]], [[απροσπέλαστος]]. | |mltxt=[[ἀνείσοδος]], -ον (Α)<br />[[απρόσιτος]], [[απροσπέλαστος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνείσοδος:''' -ον, αυτός που δεν έχει είσοδο ή [[πρόσβαση]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without entrance or access, Plu.Dio7, Pyrrh.29.
German (Pape)
[Seite 220] unzugänglich, Plut. Dion. 7 σπουδαίοις ἀνδράσιν αὐλή; vgl. Pyrrh. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείσοδος: -ον, ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος, σπουδαίοις ἀνδράσι: ἄβατον καὶ ἀνείσοδον οὖσαν [τὴν αὐλὴν] Πλουτ. Δίων 7, ἀνείσοδον ἔσεσθαι τὴν πόλιν, ὅτι δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν, Πύρρ. 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, εἴσοδος.
Spanish (DGE)
-ον
desprovisto de entrada, αὐλή Plu.Dio 7, πόλις Plu.Pyrrh.29.
Greek Monolingual
ἀνείσοδος, -ον (Α)
απρόσιτος, απροσπέλαστος.
Greek Monotonic
ἀνείσοδος: -ον, αυτός που δεν έχει είσοδο ή πρόσβαση, σε Πλούτ.