ἀπροσπέλαστος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπροσπέλαστος]], -ον) [[προσπελάζω]]<br />(κ. μτφ.) αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον πλησιάσει, [[απρόσιτος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπροσπέλαστος]], -ον) [[προσπελάζω]]<br />(κ. μτφ.) αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον πλησιάσει, [[απρόσιτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπροσπέλαστος:''' -ον ([[προσπελάζω]]), [[απρόσιτος]], [[απλησίαστος]], σε Στράβ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροσπέλαστος Medium diacritics: ἀπροσπέλαστος Low diacritics: απροσπέλαστος Capitals: ΑΠΡΟΣΠΕΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: aprospélastos Transliteration B: aprospelastos Transliteration C: aprospelastos Beta Code: a)prospe/lastos

English (LSJ)

ον,

   A unapproachable, Str.1.2.9, Plu.Ant.70.

German (Pape)

[Seite 339] unnahbar, Strab. 1, 2 p. 20, von einem Hafen; Plut. Ant. 70.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσπέλαστος: -ον, ἀπλησίαστος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Στράβ. 20, Πλουτ. Ἀντών. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inabordable.
Étymologie: ἀ, προσπελάζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 intocable de pers., Apollon.Lex.5, Apio ad Hom.1, οἱ θεοί Sch.A.Th.795-796
del veneno entregado por Neso a Deyanira que no debe ser tocado ἀπροσπέλαστον πυρός Sch.S.Tr.686P.
2 de lugares inaccesible τὰ περὶ τὸν πορθμὸν ἀπροσπέλαστα Str.1.2.9, del oráculo de Delfos por causa de la serpiente, Plu.2.414b, ἄκραι Poll.1.115, cf. Sch.Pi.P.1.40, Sch.A.R.1.574, Sch.Hes.Th.151, Hsch., c. dat. ἀπροσπέλαστον ἀνθρώπῳ ... τὸν τάφον Plu.Ant.70.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροσπέλαστος, -ον) προσπελάζω
(κ. μτφ.) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, απρόσιτος.

Greek Monotonic

ἀπροσπέλαστος: -ον (προσπελάζω), απρόσιτος, απλησίαστος, σε Στράβ., Πλούτ.