διακριτέον: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
(big3_11)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[hay que decidir]] οὐδὲ δίκαις καὶ λόγοις διακριτέα μὴ λόγῳ καὶ αὐτοὺς βλαπτομένους Th.1.86.<br /><b class="num">2</b> [[hay que distinguir]] ὃν δ. τῷ τῆς γεύσεως κριτηρίῳ Dsc.5.106, cf. D.L.9.92, δ. ταῦτα ἀπ' ἀλλήλων Iambl.<i>Myst</i>.2.2, περὶ ἑκάστου πράγματος τῆς οὐσίας τὰ συμβεβηκότα δ. Clem.Al.<i>Strom</i>.6.17.150.<br /><b class="num">II</b> medic.<br /><b class="num">1</b> [[hay que diagnosticar]] τὸ ... ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα Sor.<i>Fract</i>.156.37, αὐτὰ τοῖς ἐφεξῆς εἰρησομένοις σημείοις Paul.Aeg.6.113.<br /><b class="num">2</b> [[hay que separar]], [[hay que amputar]] τὴν πρόσφυσιν Sor.152.18.
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[hay que decidir]] οὐδὲ δίκαις καὶ λόγοις διακριτέα μὴ λόγῳ καὶ αὐτοὺς βλαπτομένους Th.1.86.<br /><b class="num">2</b> [[hay que distinguir]] ὃν δ. τῷ τῆς γεύσεως κριτηρίῳ Dsc.5.106, cf. D.L.9.92, δ. ταῦτα ἀπ' ἀλλήλων Iambl.<i>Myst</i>.2.2, περὶ ἑκάστου πράγματος τῆς οὐσίας τὰ συμβεβηκότα δ. Clem.Al.<i>Strom</i>.6.17.150.<br /><b class="num">II</b> medic.<br /><b class="num">1</b> [[hay que diagnosticar]] τὸ ... ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα Sor.<i>Fract</i>.156.37, αὐτὰ τοῖς ἐφεξῆς εἰρησομένοις σημείοις Paul.Aeg.6.113.<br /><b class="num">2</b> [[hay que separar]], [[hay que amputar]] τὴν πρόσφυσιν Sor.152.18.
}}
{{lsm
|lsmtext='''διακριτέον:''' ή -έα, ρημ. επίθ. του [[διακρίνω]], πρέπει [[κάποιος]] να αποφασίσει, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακρῐτέον Medium diacritics: διακριτέον Low diacritics: διακριτέον Capitals: ΔΙΑΚΡΙΤΕΟΝ
Transliteration A: diakritéon Transliteration B: diakriteon Transliteration C: diakriteon Beta Code: diakrite/on

English (LSJ)

   A one must decide, D.L.9.92: pl. -έα Th.1.86.    2 one must distinguish, Dsc.5.106, Porph.Abst.2.50, Iamb.Myst.2.2: Adj. -κριτέος, α, ον, to be distinguished, Philostr.Gym.33.    3 one must separate, Sor.2.89.

Greek (Liddell-Scott)

διακριτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διακρίνειν, Διοσκ. 5.123, Διογ. Λαέρτ. 9.92· ἢ διακριτέα Θουκ. 1. 86.

French (Bailly abrégé)

et plur. διακριτέα;
adj. verb. de διακρίνω.

Spanish (DGE)

I 1hay que decidir οὐδὲ δίκαις καὶ λόγοις διακριτέα μὴ λόγῳ καὶ αὐτοὺς βλαπτομένους Th.1.86.
2 hay que distinguir ὃν δ. τῷ τῆς γεύσεως κριτηρίῳ Dsc.5.106, cf. D.L.9.92, δ. ταῦτα ἀπ' ἀλλήλων Iambl.Myst.2.2, περὶ ἑκάστου πράγματος τῆς οὐσίας τὰ συμβεβηκότα δ. Clem.Al.Strom.6.17.150.
II medic.
1 hay que diagnosticar τὸ ... ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα Sor.Fract.156.37, αὐτὰ τοῖς ἐφεξῆς εἰρησομένοις σημείοις Paul.Aeg.6.113.
2 hay que separar, hay que amputar τὴν πρόσφυσιν Sor.152.18.

Greek Monotonic

διακριτέον: ή -έα, ρημ. επίθ. του διακρίνω, πρέπει κάποιος να αποφασίσει, σε Θουκ.