εὐπερίσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπερίσπαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[περί]]-<i>σπαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>-<i>σπώ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[περί]]-<i>σπαστος</i>, <i>πολυ</i>-[[περί]]-<i>σπαστος</i>].
|mltxt=[[εὐπερίσπαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί [[ολόγυρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[περί]]-<i>σπαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>-<i>σπώ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[περί]]-<i>σπαστος</i>, <i>πολυ</i>-[[περί]]-<i>σπαστος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐπερίσπαστος:''' -ον ([[περισπάω]]), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπερίσπαστος Medium diacritics: εὐπερίσπαστος Low diacritics: ευπερίσπαστος Capitals: ΕΥΠΕΡΙΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: euperíspastos Transliteration B: euperispastos Transliteration C: efperispastos Beta Code: eu)peri/spastos

English (LSJ)

ον,

   A easy to pull away, X.Cyn.2.7.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπερίσπαστος: -ον, εὐκόλως δυνάμενος νὰ συρθῇ, Ξεν. Κυν. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à tirer, à détourner.
Étymologie: εὖ, περισπάω.

Greek Monolingual

εὐπερίσπαστος, -ον (Α)
αυτός που μπορεί εύκολα να συρθεί ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-σπαστος (< περι-σπώ), πρβλ. α-περί-σπαστος, πολυ-περί-σπαστος].

Greek Monotonic

εὐπερίσπαστος: -ον (περισπάω), αυτός που εύκολα μπορεί να αποσπαστεί και να συρθεί, σε Ξεν.