ἐπαίνεσις: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπαίνεσις]], η (AM) (Μ και ἐπαίνεση και παίνεση) [[επαινώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[επαινώ]], ο [[έπαινος]]<br /><b>2.</b> η [[επιδοκιμασία]]. | |mltxt=[[ἐπαίνεσις]], η (AM) (Μ και ἐπαίνεση και παίνεση) [[επαινώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[επαινώ]], ο [[έπαινος]]<br /><b>2.</b> η [[επιδοκιμασία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπαίνεσις:''' -εως, ἡ, [[έπαινος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A praise, E.Tr.418 (pl.).
German (Pape)
[Seite 895] ἡ, das Loben, plur., Eur. Tr. 418, im Ggstz von ὄνειδος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαίνεσις: -εως, ἡ, ἔπαινος, Εὐρ. Τρῳ. 418, ἐν τῷ πληθ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de louer, louange.
Étymologie: ἐπαινέω.
Greek Monolingual
ἐπαίνεσις, η (AM) (Μ και ἐπαίνεση και παίνεση) επαινώ
1. η ενέργεια του επαινώ, ο έπαινος
2. η επιδοκιμασία.
Greek Monotonic
ἐπαίνεσις: -εως, ἡ, έπαινος, σε Ευρ.