πεδαμείβω: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br />(αιολ. ή δωρ. τ.) <b>βλ.</b> [[μεταμείβω]]. | |mltxt=Α<br />(αιολ. ή δωρ. τ.) <b>βλ.</b> [[μεταμείβω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πεδᾰμείβω:''' Αιολ. ή Δωρ. αντί <i>μετ-[[αμείβω]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Aeol. for μεταμείβω, Pi.O.12.12.
German (Pape)
[Seite 540] dor. statt μεταμείβω, Pind. Ol. 12, 18.
Greek (Liddell-Scott)
πεδαμείβω: Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταμείβω, Πινδ. Ο. 12. 18 ·
English (Slater)
πεδαμείβω (cf. μεταμείβω.)
1 exchange for c. acc. & gen. ἐσλὸν βαθὺ πήματος ἐν μικρῷ πεδμειψαν χρόνῳ (O. 12.12)
Greek Monolingual
Α
(αιολ. ή δωρ. τ.) βλ. μεταμείβω.
Greek Monotonic
πεδᾰμείβω: Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-αμείβω.