συντεχνάζω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[επινοώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («καὶ συνετέχναζον οἱ τῶν Ρωμαίων στρατηγοί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[σχεδιάζω]] και [[ραδιουργώ]] [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεχνάζω]] «[[μηχανεύομαι]], [[ραδιουργώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[επινοώ]] [[κάτι]] [[μαζί]] με κάποιον («καὶ συνετέχναζον οἱ τῶν Ρωμαίων στρατηγοί», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>απόλ.</b> [[σχεδιάζω]] και [[ραδιουργώ]] [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τεχνάζω]] «[[μηχανεύομαι]], [[ραδιουργώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συντεχνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κατεργάζομαι]], [[μηχανεύομαι]], [[επινοώ]] από κοινού με, <i>τινί</i>, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντεχνάζω Medium diacritics: συντεχνάζω Low diacritics: συντεχνάζω Capitals: ΣΥΝΤΕΧΝΑΖΩ
Transliteration A: syntechnázō Transliteration B: syntechnazō Transliteration C: syntechnazo Beta Code: suntexna/zw

English (LSJ)

   A help in contriving, ἀπάτην Plu.Tim.10: abs., join in plots with, τινι Id.Marc.20.

Greek (Liddell-Scott)

συντεχνάζω: ἀπὸ κοινοῦ τεχνάζω, ἐπινοῶ, μηχανῶμαι, ἀπάτην Πλουτ. Τιμολ. 10· ἀπολ., ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος σχεδιάζω καὶ ῥαδιουργῶ, τινὶ Μάρκελλ. 11.

French (Bailly abrégé)

combiner, machiner (un complot, une ruse, etc.) avec, τινι ; abs. aider à machiner : ἀπάτην PLUT une fraude.
Étymologie: σύν, τεχνάζω.

Greek Monolingual

Α
1. επινοώ κάτι μαζί με κάποιον («καὶ συνετέχναζον οἱ τῶν Ρωμαίων στρατηγοί», Πλούτ.)
2. απόλ. σχεδιάζω και ραδιουργώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τεχνάζω «μηχανεύομαι, ραδιουργώ» (< τέχνη)].

Greek Monotonic

συντεχνάζω: μέλ. -σω, κατεργάζομαι, μηχανεύομαι, επινοώ από κοινού με, τινί, σε Πλούτ.