σκυτεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. [[σκυτεύτρια]], Α<br />αυτός που κατεργάζεται τα δέρματα, [[σκυτοτόμος]], [[υποδηματοποιός]] («καὶ οἱ τέκτονες καὶ oἱ σιδηρεῑς καὶ σκυτεῑς... πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῦτος]] «[[δέρμα]], [[βύρσα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βυρσ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=ὁ, θηλ. [[σκυτεύτρια]], Α<br />αυτός που κατεργάζεται τα δέρματα, [[σκυτοτόμος]], [[υποδηματοποιός]] («καὶ οἱ τέκτονες καὶ oἱ σιδηρεῑς καὶ σκυτεῑς... πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκῦτος]] «[[δέρμα]], [[βύρσα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βυρσ</i>-<i>εύς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκῡτεύς:''' -έως, ὁ ([[σκῦτος]]), = [[σκυτοτόμος]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 18:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτεύς Medium diacritics: σκυτεύς Low diacritics: σκυτεύς Capitals: ΣΚΥΤΕΥΣ
Transliteration A: skyteús Transliteration B: skyteus Transliteration C: skyteys Beta Code: skuteu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,= σκυτοτόμος, Ar. Av.491, Pl.Grg.491a, X.Ages.1.26, Archipp.30, PPetr.2p.108 (iii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 908] ὁ, Lederarbeiter, Schuster; Ar. Av. 494; Plat. Rep. X, 601 c; Xen. u. Folgde, wie Arist. pol. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτεύς: έως, ὁ, (σκῦτος) = σκυτοτόμος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 491, Πλάτ. Γοργ. 491Α, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, κτλ.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
tout ouvrier travaillant le cuir, particul. cordonnier.
Étymologie: σκῦτος.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. σκυτεύτρια, Α
αυτός που κατεργάζεται τα δέρματα, σκυτοτόμος, υποδηματοποιός («καὶ οἱ τέκτονες καὶ oἱ σιδηρεῑς καὶ σκυτεῑς... πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «δέρμα, βύρσα» + κατάλ. -εύς (πρβλ. βυρσ-εύς)].

Greek Monotonic

σκῡτεύς: -έως, ὁ (σκῦτος), = σκυτοτόμος, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.