συγκατεσθίω: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=μέλλ. [[συγκατέδομαι]] και συγκαταφάγομαι, Α [[κατεσθίω]]<br />[[τρώγω]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[τρώγω]] [[πολλά]] [[μαζί]] («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν [[πάντα]]», ΠΔ). | |mltxt=μέλλ. [[συγκατέδομαι]] και συγκαταφάγομαι, Α [[κατεσθίω]]<br />[[τρώγω]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[τρώγω]] [[πολλά]] [[μαζί]] («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν [[πάντα]]», ΠΔ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκατεσθίω:''' μέλ. <i>-έδομαι</i>, παρακ. <i>-εδήδοκα</i>, αόρ. αʹ <i>κατέφᾰγον</i>· [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 30 December 2018
English (LSJ)
fut.
A -έδομαι Ath.9.386e; also -φάγομαι LXX Is.9.18(17): pf. -εδήδοκα Plu.2.94a: aor. -έφᾰγον Jul. Mis.338c:—eat up, devour with or together, Plu.l.c., Thes.22, Mnesith. ap.Ath.8.357e, etc.; τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Jul. l.c.
German (Pape)
[Seite 966] (s. ἐσθίω), mit aufessen, verzehren, Sp.; pert. bei Plut.am. mult. 3; συγκαταφαγεῖν, Thes. 22.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατεσθίω: μέλλ. -έδομαι, Ἀθήν. 386Ε· πρκμ. -εδήδοκα Πλούτ. 2. 94A· ἀόρ. -έφᾰγον· ― κατεσθίω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θησ. 22, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357E, κτλ.· τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Ἰουλ. 338C.
French (Bailly abrégé)
f. συγκατέδομαι, ao.2 συγκατέφαγον, pf. συγκατεδήδοκα;
manger ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατεσθίω.
Greek Monolingual
μέλλ. συγκατέδομαι και συγκαταφάγομαι, Α κατεσθίω
τρώγω μαζί με κάποιον ή τρώγω πολλά μαζί («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν πάντα», ΠΔ).
Greek Monolingual
μέλλ. συγκατέδομαι και συγκαταφάγομαι, Α κατεσθίω
τρώγω μαζί με κάποιον ή τρώγω πολλά μαζί («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν πάντα», ΠΔ).
Greek Monotonic
συγκατεσθίω: μέλ. -έδομαι, παρακ. -εδήδοκα, αόρ. αʹ κατέφᾰγον· κατατρώγω, καταβροχθίζω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.