συγκατεσθίω: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=μέλλ. [[συγκατέδομαι]] και συγκαταφάγομαι, Α [[κατεσθίω]]<br />[[τρώγω]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[τρώγω]] [[πολλά]] [[μαζί]] («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν [[πάντα]]», ΠΔ).
|mltxt=μέλλ. [[συγκατέδομαι]] και συγκαταφάγομαι, Α [[κατεσθίω]]<br />[[τρώγω]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[τρώγω]] [[πολλά]] [[μαζί]] («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν [[πάντα]]», ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκατεσθίω:''' μέλ. <i>-έδομαι</i>, παρακ. <i>-εδήδοκα</i>, αόρ. αʹ <i>κατέφᾰγον</i>· [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατεσθίω Medium diacritics: συγκατεσθίω Low diacritics: συγκατεσθίω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΣΘΙΩ
Transliteration A: synkatesthíō Transliteration B: synkatesthiō Transliteration C: sygkatesthio Beta Code: sugkatesqi/w

English (LSJ)

fut.

   A -έδομαι Ath.9.386e; also -φάγομαι LXX Is.9.18(17): pf. -εδήδοκα Plu.2.94a: aor. -έφᾰγον Jul. Mis.338c:—eat up, devour with or together, Plu.l.c., Thes.22, Mnesith. ap.Ath.8.357e, etc.; τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Jul. l.c.

German (Pape)

[Seite 966] (s. ἐσθίω), mit aufessen, verzehren, Sp.; pert. bei Plut.am. mult. 3; συγκαταφαγεῖν, Thes. 22.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατεσθίω: μέλλ. -έδομαι, Ἀθήν. 386Ε· πρκμ. -εδήδοκα Πλούτ. 2. 94A· ἀόρ. -έφᾰγον· ― κατεσθίω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θησ. 22, Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 357E, κτλ.· τοῖς ἄρτοις τὰς τρίχας Ἰουλ. 338C.

French (Bailly abrégé)

f. συγκατέδομαι, ao.2 συγκατέφαγον, pf. συγκατεδήδοκα;
manger ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατεσθίω.

Greek Monolingual

μέλλ. συγκατέδομαι και συγκαταφάγομαι, Α κατεσθίω
τρώγω μαζί με κάποιον ή τρώγω πολλά μαζί («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν πάντα», ΠΔ).

Greek Monolingual

μέλλ. συγκατέδομαι και συγκαταφάγομαι, Α κατεσθίω
τρώγω μαζί με κάποιον ή τρώγω πολλά μαζί («συγκαταφάγεται τὰ κύκλῳ τῶν βουτῶν πάντα», ΠΔ).

Greek Monotonic

συγκατεσθίω: μέλ. -έδομαι, παρακ. -εδήδοκα, αόρ. αʹ κατέφᾰγον· κατατρώγω, καταβροχθίζω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλούτ.