τυΐδε: Difference between revisions
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
(42) |
(6) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και τυῑδε Α<br />(αιολ. και δωρ. τ. [[αντί]] [[τῇδε]])<br /><b>1.</b> εδώ, από εδώ<br /><b>2.</b> (με ρ. κίνησης) [[προς]] τα εδώ («τυῑδ' ἐλθέ», Σαπφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τυΐ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐνθά</i>-<i>δε</i>)]. | |mltxt=και τυῑδε Α<br />(αιολ. και δωρ. τ. [[αντί]] [[τῇδε]])<br /><b>1.</b> εδώ, από εδώ<br /><b>2.</b> (με ρ. κίνησης) [[προς]] τα εδώ («τυῑδ' ἐλθέ», Σαπφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τυΐ</i> <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐνθά</i>-<i>δε</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τυΐδε:''' [ῐ] ή [[τυῖδε]],<br /><b class="num">1.</b> Δωρ. αντί [[τῇδε]], εδώ, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> αντί [[δεῦρο]], με ρήματα κίνησης, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
τυΐδε: [ῐ] ἢ τυῖδε, Δωρ. ἀντὶ τοῦ τῇδε, ἐνταῦθα, Θεόκρ. 5. 30, ἐκ διορθώσεως τοῦ Valck. 2) ἀντὶ δεῦρο, μετὰ ῥημάτων κινήσεως, τυῖδ’ ἐλθέ, ἐλθὲ δεῦρο, «ἔλα ἐδῶ», Σαπφὼ 1. 5, πρβλ. Θεόκρ. 28. 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 4727. ― τυῖ κατὰ τὸν Ἡσύχ. εἶναι Κρητικὸν = ὧδε, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 298.
Greek Monolingual
και τυῑδε Α
(αιολ. και δωρ. τ. αντί τῇδε)
1. εδώ, από εδώ
2. (με ρ. κίνησης) προς τα εδώ («τυῑδ' ἐλθέ», Σαπφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυΐ + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. ἐνθά-δε)].
Greek Monotonic
τυΐδε: [ῐ] ή τυῖδε,
1. Δωρ. αντί τῇδε, εδώ, σε Θεόκρ.
2. αντί δεῦρο, με ρήματα κίνησης, στον ίδ.