μᾶκος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(23)
(5)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=μᾱκος, τὸ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μήκος]].
|mltxt=μᾱκος, τὸ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[μήκος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μᾶκος:''' τό, Δωρ. αντί [[μῆκος]], αιτ. [[μᾶκος]]· ως επίρρ. ισοδύν. με [[μακράν]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 84] τό, dor, = μῆκος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

μᾶκος: τό, Δωρ. ἀντὶ μῆκος, αἰτ. μᾶκος, ὡς ἐπίρρ., μακράν, Πινδ. Ο. 10 (11). 89.

French (Bailly abrégé)

v. μῆκος.

English (Slater)

μᾱκος
   1 length, distance μᾶκος δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων (O. 10.72) δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει (P. 4.245)

Greek Monolingual

μᾱκος, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μήκος.

Greek Monotonic

μᾶκος: τό, Δωρ. αντί μῆκος, αιτ. μᾶκος· ως επίρρ. ισοδύν. με μακράν, σε Πίνδ.