ἱππευτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
(17)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππευτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[ιππεύω]]<br />μτγν. και ποιητ. τ. [[αντί]] [[ιππευτής]].
|mltxt=[[ἱππευτήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[ιππεύω]]<br />μτγν. και ποιητ. τ. [[αντί]] [[ιππευτής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππευτήρ Medium diacritics: ἱππευτήρ Low diacritics: ιππευτήρ Capitals: ΙΠΠΕΥΤΗΡ
Transliteration A: hippeutḗr Transliteration B: hippeutēr Transliteration C: ippeftir Beta Code: i(ppeuth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,= sq.,

   A πῶλος, ἱ. πεδίων, οὐχ ἁλός AP9.295 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 1258] ῆρος, ὁ, der Reiter, Bian. 11 (IX, 295).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππευτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πῶλον, τῶν πεδίων, ἀλλ’ οὐχ ἁλὸς ἱππευτῆρα Ἀνθ. Π. 9. 295.

Greek Monolingual

ἱππευτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) ιππεύω
μτγν. και ποιητ. τ. αντί ιππευτής.

Greek Monotonic

ἱππευτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ανθ.