ἱππευτήρ

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππευτήρ Medium diacritics: ἱππευτήρ Low diacritics: ιππευτήρ Capitals: ΙΠΠΕΥΤΗΡ
Transliteration A: hippeutḗr Transliteration B: hippeutēr Transliteration C: ippeftir Beta Code: i(ppeuth/r

English (LSJ)

ἱππευτῆρος, ὁ, = ἱππευτής (rider, horseman), πῶλος, ἱ. πεδίων, οὐχ ἁλός AP 9.295 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 1258] ῆρος, ὁ, der Reiter, Bian. 11 (IX, 295).

Russian (Dvoretsky)

ἱππευτήρ: ῆρος ὁ Anth. = ἱππευτής.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππευτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πῶλον, τῶν πεδίων, ἀλλ’ οὐχ ἁλὸς ἱππευτῆρα Ἀνθ. Π. 9. 295.

Greek Monolingual

ἱππευτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) ιππεύω
μτγν. και ποιητ. τ. αντί ιππευτής.

Greek Monotonic

ἱππευτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ανθ.

Middle Liddell

ἱππευτήρ, ῆρος, = ἱππευτής, Anth.]