τυμβίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(42) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δ. τ. [[τυμβείτης]], ὁ, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] κηδείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀνυχ</i>-[[ίτης]])]. | |mltxt=και δ. τ. [[τυμβείτης]], ὁ, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται [[κατά]] τη [[διάρκεια]] κηδείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀνυχ</i>-[[ίτης]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τυμβίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ ([[τύμβος]]), αυτός που είναι μέσα σε τάφο ή κοντά σε αυτόν, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:17, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A on or at the grave, λᾶας AP7.198 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ τοῦ τύμβου, μνηματίτης, λᾶας Ἀνθ. Π. 7. 198.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m;
c. τυμβεῖος.
Étymologie: τύμβος.
Greek Monolingual
και δ. τ. τυμβείτης, ὁ, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύμβο ή αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια κηδείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ὀνυχ-ίτης)].
Greek Monotonic
τυμβίτης: [ῑ], -ου, ὁ (τύμβος), αυτός που είναι μέσα σε τάφο ή κοντά σε αυτόν, σε Ανθ.