συνταλαιπωρέω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />compatir au malheur de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ταλαιπωρέω]].
|btext=-ῶ :<br />compatir au malheur de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ταλαιπωρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συντᾰλαιπωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπομένω]] τις δυσκολίες από κοινού, μοιράζομαι τα βάσανα κάποιου, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντᾰλαιπωρέω Medium diacritics: συνταλαιπωρέω Low diacritics: συνταλαιπωρέω Capitals: ΣΥΝΤΑΛΑΙΠΩΡΕΩ
Transliteration A: syntalaipōréō Transliteration B: syntalaipōreō Transliteration C: syntalaiporeo Beta Code: suntalaipwre/w

English (LSJ)

   A endure hardships together, share in misery, τάδε S.OC1136; ξ. μετά τινος Ar.Lys.1221; ξ. ἡ ἀρτηρίη τῷ στομάχῳ suffers or sympathizes with it, Aret.SA2.2.    II Med., collaborate with, c. dat., Ruf.Fr.72.

Greek (Liddell-Scott)

συντᾰλαιπωρέω: ταλαιπωροῦμαι μετά τινος, μετέχω τῆς ταλαιπωρίας τινός, τοῖς γὰρ ἐμπείροις βροτῶν μόνοις οἷόν τε συνταλαιπωρεῖν τάδε Σοφ. Ο. Κ. 1136· χἠμεῖς γε μετὰ σοῦ ξυνταλαιπωρήσομεν Ἀριστοφ. Λυσ. 1221· ξυνταλαιπωρέει ἡ ἀρτηρίη τῷ στομάχῳ, συμπάσχει μετ’ αὐτοῦ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
compatir au malheur de qqn.
Étymologie: σύν, ταλαιπωρέω.

Greek Monotonic

συντᾰλαιπωρέω: μέλ. -ήσω, υπομένω τις δυσκολίες από κοινού, μοιράζομαι τα βάσανα κάποιου, σε Σοφ.