ὑφορμίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> ὑφώρμισμαι;<br />entrer dans le port, jeter l’ancre : [[τῇ]] Σαλαμῖνι PLUT devant Salamine.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ὁρμίζομαι.
|btext=<i>pf.</i> ὑφώρμισμαι;<br />entrer dans le port, jeter l’ancre : [[τῇ]] Σαλαμῖνι PLUT devant Salamine.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ὁρμίζομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑφορμίζομαι:''' Παθ. και Μέσ., [[προσορμίζομαι]] [[κρυφά]] ή [[κάτω]] από ένα [[μέρος]], σε Θουκ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 19:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφορμίζομαι Medium diacritics: ὑφορμίζομαι Low diacritics: υφορμίζομαι Capitals: ΥΦΟΡΜΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: hyphormízomai Transliteration B: hyphormizomai Transliteration C: yformizomai Beta Code: u(formi/zomai

English (LSJ)

Pass. and Med.,

   A come to anchor, Th.2.83 codd. (ἀφ- Blomfield); τῇ Σαλαμῖνι Plu.Sol.9: metaph., to be found under or in a place, Philostr. Her.1.3.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφορμίζομαι: Παθ. καὶ μέσ. προσορμίζομαι κρυφίως· καθόλου, προσορμίζομαι, Θουκ. 2. 83· τῇ Σαλαμῖνι Πλουτ. Σόλων 9. ― μεταφορ., εὑρίσκομαι ὑποκάτω ἢ ἔν τινι τόπῳ, Φιλόστρ. 670.

French (Bailly abrégé)

pf. ὑφώρμισμαι;
entrer dans le port, jeter l’ancre : τῇ Σαλαμῖνι PLUT devant Salamine.
Étymologie: ὑπό, ὁρμίζομαι.

Greek Monotonic

ὑφορμίζομαι: Παθ. και Μέσ., προσορμίζομαι κρυφά ή κάτω από ένα μέρος, σε Θουκ., Πλούτ.