ἰδίᾳ: Difference between revisions

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source
(17)
(5)
Line 13: Line 13:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἰδίᾳ]], Α και ιων. τ. ἰδίῃ) <b>επίρρ.</b> ιδιαιτέρως, [[χωριστά]] («[[οὔτε]] [[ἰδίᾳ]] [[οὔτε]] ἐν κοινῷ», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δοτικοφανές επίρρ. σχηματισμένο από το θηλ. [[ιδία]] του επιθ. [[ίδιος]]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἰδίᾳ]], Α και ιων. τ. ἰδίῃ) <b>επίρρ.</b> ιδιαιτέρως, [[χωριστά]] («[[οὔτε]] [[ἰδίᾳ]] [[οὔτε]] ἐν κοινῷ», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δοτικοφανές επίρρ. σχηματισμένο από το θηλ. [[ιδία]] του επιθ. [[ίδιος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἰδίᾳ:''' βλ. [[ἴδιος]] IV. 2.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1235] s. ἴδιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδίᾳ: ἴδε ἴδιος VI. 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
v. ἴδιος.

Greek Monolingual

επίρρ. βλ. ίδιος (II).

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰδίᾳ, Α και ιων. τ. ἰδίῃ) επίρρ. ιδιαιτέρως, χωριστάοὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δοτικοφανές επίρρ. σχηματισμένο από το θηλ. ιδία του επιθ. ίδιος].

Greek Monotonic

ἰδίᾳ: βλ. ἴδιος IV. 2.