ποικιλτέον: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_20)
(6)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικιλτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ποικίλλω]], δεῖ ποικίλλειν, Πλάτ. Πολ. 378C.
|lstext='''ποικιλτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ποικίλλω]], δεῖ ποικίλλειν, Πλάτ. Πολ. 378C.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ποικιλτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ποικίλλω]], αυτό που πρέπει να δουλέψει [[κάποιος]] μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλτέον Medium diacritics: ποικιλτέον Low diacritics: ποικιλτέον Capitals: ΠΟΙΚΙΛΤΕΟΝ
Transliteration A: poikiltéon Transliteration B: poikilteon Transliteration C: poikilteon Beta Code: poikilte/on

English (LSJ)

   A one must work in embroidery, Id.R. 378c.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ποικίλλω, δεῖ ποικίλλειν, Πλάτ. Πολ. 378C.

Greek Monotonic

ποικιλτέον: ρημ. επίθ. του ποικίλλω, αυτό που πρέπει να δουλέψει κάποιος μέσω της κεντητικής τέχνης, σε Πλάτ.