περίφλοιος: Difference between revisions
From LSJ
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που περιβάλλεται από φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φλοιός]]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που περιβάλλεται από φλοιό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φλοιός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίφλοιος:''' -ον, αυτός που έχει φλοιό, [[φλούδα]] ολόγυρά του, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A with bark all round, X.Cyn. 9.12.
German (Pape)
[Seite 599] umrindet, mit Rinde umgeben, Xen. Cyn. 9, 12.
Greek (Liddell-Scott)
περίφλοιος: -ον, ὁ ἔχων φλοιὸν ὁλόγυρα, Ξεν. Κυν. 9, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entouré d’une écorce.
Étymologie: περί, φλοιός.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που περιβάλλεται από φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + φλοιός.
Greek Monotonic
περίφλοιος: -ον, αυτός που έχει φλοιό, φλούδα ολόγυρά του, σε Ξεν.