δικίδιον: Difference between revisions
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δικίδιον]], το (Α) [[δίκη]]<br />μικρή [[δίκη]]. | |mltxt=[[δικίδιον]], το (Α) [[δίκη]]<br />μικρή [[δίκη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῐκίδιον:''' [ῐδ], τό, υποκορ. του [[δίκη]], μικρή [[δίκη]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐδ], τό, Dim. of δίκη,
A little trial, Ar.Eq.347, V.511.
German (Pape)
[Seite 629] τό, dim. von δίκη, Proceßlein, Ar. Nub. 1093 Vesp. 511.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκίδιον: [ῐδ], τό, (δίκη) μικρὰ δίκη, Ἀριστοφ. Ἱππ. 346, Σφηξ. 508, Νεφ. 1109.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit procès.
Étymologie: δίκη.
Spanish (DGE)
-ου, τό
proceso de poca importancia εἰ ... δ. εἶπας ... κατὰ ξένου si defendiste un procesito de nada contra un extranjero Ar.Eq.347, ἥδιον ἂν δ. ... φάγοιμ' ἂν ... πεπνιγμένον más a gusto me comería un procesito estofado Ar.V.511, cf. Nu.1109, Synes.Ep.105 p.189, cf. δίκη C III 1 d).
Greek Monolingual
δικίδιον, το (Α) δίκη
μικρή δίκη.
Greek Monotonic
δῐκίδιον: [ῐδ], τό, υποκορ. του δίκη, μικρή δίκη, σε Αριστοφ.