εὐφόρμιγξ: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐφόρμιγξ]], -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή παίζει ωραία τη [[φόρμιγγα]], τη [[λύρα]] («σὺν εὐφόρμιγγι Λυκείῳ», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λυρική [[μουσική]]) αυτός που συνοδεύεται από ωραία [[λύρα]], ο πολύ [[μελωδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φόρμιγξ]] «[[λύρα]]»].
|mltxt=[[εὐφόρμιγξ]], -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή παίζει ωραία τη [[φόρμιγγα]], τη [[λύρα]] («σὺν εὐφόρμιγγι Λυκείῳ», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λυρική [[μουσική]]) αυτός που συνοδεύεται από ωραία [[λύρα]], ο πολύ [[μελωδικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φόρμιγξ]] «[[λύρα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐφόρμιγξ:''' -ιγγος, ὁ, ἡ, με όμορφη [[λύρα]] ή παίζοντας όμορφα τη [[λύρα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφόρμιγξ Medium diacritics: εὐφόρμιγξ Low diacritics: ευφόρμιγξ Capitals: ΕΥΦΟΡΜΙΓΞ
Transliteration A: euphórminx Transliteration B: euphorminx Transliteration C: efformigks Beta Code: eu)fo/rmigc

English (LSJ)

ιγγος, ὁ, ἡ,

   A with beautifullyre: playing beautifully on it, Λύκειος AP7.10.    II Pass., of lyrical music, beautifully played or accompanied, Opp.H.5.618.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν φόρμιγγα, καλῶς φορμίζων, Ἀνθ. Π. 7. 10. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ λυρικῆς μουσικῆς, μολπῆς εὐφόρμιγγος, συνοδευομένης ὑπὸ καλῆς φορμιγγος ἢ λίαν μελῳδικῆς, Ὀππ. Ἁλ. 5. 618.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
1 qui joue bien de la lyre;
2 qui résonne harmonieusement sur la lyre.
Étymologie: εὖ, φόρμιγξ.

Greek Monolingual

εὐφόρμιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ή παίζει ωραία τη φόρμιγγα, τη λύρα («σὺν εὐφόρμιγγι Λυκείῳ», Ανθ. Παλ.)
2. (για λυρική μουσική) αυτός που συνοδεύεται από ωραία λύρα, ο πολύ μελωδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φόρμιγξ «λύρα»].

Greek Monotonic

εὐφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, με όμορφη λύρα ή παίζοντας όμορφα τη λύρα, σε Ανθ.