πλάστειρα: Difference between revisions
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(32) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />θηλ. του [[πλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρέσβ</i>-<i>ειρα</i>)]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ<br />θηλ. του [[πλάστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλάστης]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. θηλ. -<i>ειρα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πρέσβ</i>-<i>ειρα</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πλάστειρα:''' θηλ. του [[πλάστης]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 30 December 2018
English (LSJ)
fem. of πλάστης, Orph.H.10.20;
A φύσις APl.4.310 (Damoch.).
German (Pape)
[Seite 625] ἡ (fem. von πλαστήρ), Bildnerinn; Damoch. 4 ( Plan. 3101, Maneth. 4. 559.
Greek (Liddell-Scott)
πλάστειρα: θηλ. τοῦ πλάστης, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 20, Ἀνθ. Πλαν. 310. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
θηλ. του πλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάστης + κατάλ. θηλ. -ειρα (πρβλ. πρέσβ-ειρα)].
Greek Monotonic
πλάστειρα: θηλ. του πλάστης, σε Ανθ.