Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπυριώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349
(23)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεπυριώδης]], -ῶδες (Α)<br />[[λεπύριον]]<br />[[λεπυρώδης]], αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] λέπυρα, από πολλούς φλοιούς, όπως τα κρεμμύδια.
|mltxt=[[λεπυριώδης]], -ῶδες (Α)<br />[[λεπύριον]]<br />[[λεπυρώδης]], αυτός που αποτελείται από [[πολλά]] λέπυρα, από πολλούς φλοιούς, όπως τα κρεμμύδια.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεπῡριώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που αποτελείται από φλοιούς ή στρώματα, φλούδες, όπως το [[κρεμμύδι]], σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπῡριώδης Medium diacritics: λεπυριώδης Low diacritics: λεπυριώδης Capitals: ΛΕΠΥΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: lepyriṓdēs Transliteration B: lepyriōdēs Transliteration C: lepyriodis Beta Code: lepuriw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like husks, consisting of coats or layers, like the onion, Arist.HA546b30, Thphr.HP 4.6.2, 7.9.4, al.; cf. λεπυρώδης.

German (Pape)

[Seite 32] ες, hülfenartig, aus über einander liegenden Hülsen, Schalen bestehend; Arist. H. A. 5, 15; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λεπῡριώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λέπυρον, συνιστάμενος ἐκ φλοιῶν ἢ στρωμάτων, ὡς τὸ κρόμμυον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 2· πρβλ. λεπυρώδης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 formé de cosses, d’écales ou de tuniques superposées;
2 partie écailleuse d’un corps.
Étymologie: λεπύριον, -ωδης.

Greek Monolingual

λεπυριώδης, -ῶδες (Α)
λεπύριον
λεπυρώδης, αυτός που αποτελείται από πολλά λέπυρα, από πολλούς φλοιούς, όπως τα κρεμμύδια.

Greek Monotonic

λεπῡριώδης: -ες (εἶδος), αυτός που αποτελείται από φλοιούς ή στρώματα, φλούδες, όπως το κρεμμύδι, σε Αριστ.