τετράπορος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] εισόδους ή [[τέσσερα]] ανοίγματα<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνεμο) αυτός που πνέει από [[τέσσερεις]] διευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>πρβλ.</b> [[ἑπτά]]-<i>πορος</i>].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] εισόδους ή [[τέσσερα]] ανοίγματα<br /><b>αρχ.</b><br />(για άνεμο) αυτός που πνέει από [[τέσσερεις]] διευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόρος]]), <b>πρβλ.</b> [[ἑπτά]]-<i>πορος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετράπορος:''' [ᾰ], -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[τέσσερις]] [[διόδους]] ή ανοίγματα, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έρχεται από [[τέσσερις]] μεριές, στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράπορος Medium diacritics: τετράπορος Low diacritics: τετράπορος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΟΡΟΣ
Transliteration A: tetráporos Transliteration B: tetraporos Transliteration C: tetraporos Beta Code: tetra/poros

English (LSJ)

ον,

   A with four passages or openings, ἁψῖδες AP9. 696.    II coming four ways, ἄνεμοι ib.656.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Gängen, Löchern, ὰψῖδες, Byz. anath. 3 (IX, 696).

Greek (Liddell-Scott)

τετράπορος: [ᾰ], -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πόρους, ὀπὰς ἢ εἰσόδους, ἁψῖδες Ἀνθολ. Π. 6. 696. ΙΙ. ὁ ἐρχόμενος ἐκ τεσσάρων μερῶν, κατὰ τέσσαρας διευθύνσεις πνέων, ἄνεμοι αὐτόθι 656.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre ouvertures ou passages.
Étymologie: τέσσαρες, πόρος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις εισόδους ή τέσσερα ανοίγματα
αρχ.
(για άνεμο) αυτός που πνέει από τέσσερεις διευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πόρος (< πόρος), πρβλ. ἑπτά-πορος].

Greek Monotonic

τετράπορος: [ᾰ], -ον,
I. αυτός που έχει τέσσερις διόδους ή ανοίγματα, σε Ανθ.
II. αυτός που έρχεται από τέσσερις μεριές, στο ίδ.