λεοντέη: Difference between revisions

From LSJ

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεοντέη]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λεοντή]].
|mltxt=[[λεοντέη]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λεοντή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεοντέη:''' συνηρ. [[λεοντῆ]], ποιητ. [[λειοντῆ]] (ενν. [[δορά]]), ἡ, [[δέρμα]] λιονταριού, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντέη Medium diacritics: λεοντέη Low diacritics: λεοντέη Capitals: ΛΕΟΝΤΕΗ
Transliteration A: leontéē Transliteration B: leonteē Transliteration C: leontei Beta Code: leonte/h

English (LSJ)

(fem. of λεόντεος), contr. λεοντ-ῆ (sc. δορά), ἡ,

   A lion's skin, Hdt.7.69, Ar.Ra.46, al., Pl.Cra.411a, Anaxandr.65: poet. λειοντῆ, APl.4.185:—also λεοντεία, Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 28] zsgzgn λεοντῆ, ἡ, sc. δορά, die Löwenhaut; Ar. Ran. 46; Her. 7, 69; Plat. Crat. 411 a.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντέη: συνῃρ. -ῆ (ἐξυπακουομ. τοῦ δορά), ἡ, δέρμα λέοντος, θηλ. τοῦ λεόντεος, Ἡρόδ. 7. 69, Ἀριστοφ. Βάτρ. 46, κ. ἀλλ., Πλάτ. Κρατ. 411Α· ποιητ. λειοντῆ, Ἀνθ. Πλαν. 185· ὡσαύτως λεοντεία, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

-ῆ, έης-ῆς (ἡ) :
s.e. δορά;
peau de lion.
Étymologie: λέων.

Greek Monolingual

λεοντέη, ἡ (Α)
βλ. λεοντή.

Greek Monotonic

λεοντέη: συνηρ. λεοντῆ, ποιητ. λειοντῆ (ενν. δορά), ἡ, δέρμα λιονταριού, σε Ηρόδ., Αριστοφ.