παλινσκοπιά: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
(30)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλινσκοπιά]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το να βλέπει [[κανείς]] [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>παλινσκοπιάν</i><br />με το [[βλέμμα]] [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[σκοπιά]].
|mltxt=[[παλινσκοπιά]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το να βλέπει [[κανείς]] [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>2.</b> (η αιτ. ως επίρρ.) <i>παλινσκοπιάν</i><br />με το [[βλέμμα]] [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[σκοπιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παλινσκοπιά:''' ἡ, κοίταγμα [[ξανά]] προς τα [[πίσω]]· με αιτ. ως επίρρ., προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλινσκοπιά Medium diacritics: παλινσκοπιά Low diacritics: παλινσκοπιά Capitals: ΠΑΛΙΝΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: palinskopiá Transliteration B: palinskopia Transliteration C: palinskopia Beta Code: palinskopia/

English (LSJ)

ἡ,

   A looking back again, -σκοπιὰν ἔχομεν E.Or.1262 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 450] ἡ, das Zurückspähen, Conj. Porsons in Eur. Or. 1264.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
regard en arrière ; acc. adv. • παλινσκοπιάν en sens opposé.
Étymologie: πάλιν, σκοπέω.

Greek Monolingual

παλινσκοπιά, ἡ (Α)
1. το να βλέπει κανείς προς τα πίσω
2. (η αιτ. ως επίρρ.) παλινσκοπιάν
με το βλέμμα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + σκοπιά.

Greek Monotonic

παλινσκοπιά: ἡ, κοίταγμα ξανά προς τα πίσω· με αιτ. ως επίρρ., προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε Ευρ.