καλλίκερως: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(18)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[καλλίκερως]])<br />αυτός που έχει ωραία κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], <b>[[πρβλ]].</b> αττ. γεν. <i>κέρως</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κέρα</i>-<i>ος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ολιγό</i>-<i>κερως [[ορθό]]-<i>κερως</i>].
|mltxt=ο, η (Α [[καλλίκερως]])<br />αυτός που έχει ωραία κέρατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κερως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κέρας]], <b>[[πρβλ]].</b> αττ. γεν. <i>κέρως</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κέρα</i>-<i>ος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ολιγό</i>-<i>κερως [[ορθό]]-<i>κερως</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλίκερως:''' ὁ, ἡ ([[κέρας]]), αυτός που έχει όμορφα κέρατα, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1310] ωτος, schön gehörnt, καλλίκερων ἔλαφον Antip. Th. 60 (IX, 603), καλλίκερω ταύρου Crinag. (VII, 744).

Greek (Liddell-Scott)

καλλίκερως: ὁ, ἡ, ἔχων καλὰ κέρατα, Ἀνθ. Π. 7. 744., 9. 603. ΙΙ. = αἰγόκερως, Γαλην. τ. 13. 355.

French (Bailly abrégé)

ω (ὁ, ἡ)
acc. ων;
aux belles cornes.
Étymologie: καλός, κέρας.

Greek Monolingual

ο, η (Α καλλίκερως)
αυτός που έχει ωραία κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -κερως (< κέρας, πρβλ. αττ. γεν. κέρως < κέρα-ος), πρβλ. ολιγό-κερως ορθό-κερως].

Greek Monotonic

καλλίκερως: ὁ, ἡ (κέρας), αυτός που έχει όμορφα κέρατα, σε Ανθ.