κορυνήτης: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[κορυνήτης]])<br />οπλισμένος με πολεμικό [[ρόπαλο]], [[ροπαλοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορύνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>, που συν. εμφανίζεται σε μεταρρμ. παρ.]. | |mltxt=ο (Α [[κορυνήτης]])<br />οπλισμένος με πολεμικό [[ρόπαλο]], [[ροπαλοφόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κορύνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>, που συν. εμφανίζεται σε μεταρρμ. παρ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κορῠνήτης:''' -ου, ὁ, [[ραβδούχος]], [[ροπαλοφόρος]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, ὁ,
A club-bearer, mace-bearer, Il.7.9, 138, Paus.8.11.4.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνήτης: -ου, ὁ, ὁ φέρων ῥόπαλον, ῥοπαλοφόρος, Ἰλ. Η. 9, 138, Παυσ. 8. 11.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
homme armé d’une massue ; particul. l’homme à la massue (le brigand Périphétès).
Étymologie: κορύνη.
English (Autenrieth)
club-brandisher. (Il.)
Greek Monolingual
ο (Α κορυνήτης)
οπλισμένος με πολεμικό ρόπαλο, ροπαλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. -της, που συν. εμφανίζεται σε μεταρρμ. παρ.].
Greek Monotonic
κορῠνήτης: -ου, ὁ, ραβδούχος, ροπαλοφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.