κλυτόπαις: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κλυτόπαις]], -αιδος ο, η (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ξακουστά [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> [[διάσημος]] για τα [[παιδιά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρρενό</i>-[[παις]], <i>ουρανό</i>-[[παις]])].
|mltxt=[[κλυτόπαις]], -αιδος ο, η (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ξακουστά [[παιδιά]]<br /><b>2.</b> [[διάσημος]] για τα [[παιδιά]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλυτός]] <span style="color: red;">+</span> [[παῖς]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρρενό</i>-[[παις]], <i>ουρανό</i>-[[παις]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλῠτόπαις:''' ὁ, ἡ, αυτός που έχει [[διάσημα]] [[παιδιά]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠτόπαις Medium diacritics: κλυτόπαις Low diacritics: κλυτόπαις Capitals: ΚΛΥΤΟΠΑΙΣ
Transliteration A: klytópais Transliteration B: klytopais Transliteration C: klytopais Beta Code: kluto/pais

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. παιδος,

   A famous for one's children, ib.9.262 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1457] παιδος, berühmt durch Kinder, Philp. 66 (IX, 262).

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτόπαις: ὁ, ἡ, ἔχων περίφημα τέκνα, Ἀνθ. Π. 9. 262.

French (Bailly abrégé)

παιδος (ὁ, ἡ)
illustre par ses enfants.
Étymologie: κλυτός, παῖς.

Greek Monolingual

κλυτόπαις, -αιδος ο, η (AM)
1. αυτός που έχει ξακουστά παιδιά
2. διάσημος για τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + παῖς (πρβλ. αρρενό-παις, ουρανό-παις)].

Greek Monotonic

κλῠτόπαις: ὁ, ἡ, αυτός που έχει διάσημα παιδιά, σε Ανθ.