ὑποτονθορύζω: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Ν<br /><b>βλ.</b> [[υποτονθορίζω]].
|mltxt=Ν<br /><b>βλ.</b> [[υποτονθορίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτονθορύζω:''' [[ψιθυρίζω]] χαμηλόφωνα, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτονθορύζω Medium diacritics: ὑποτονθορύζω Low diacritics: υποτονθορύζω Capitals: ΥΠΟΤΟΝΘΟΡΥΖΩ
Transliteration A: hypotonthorýzō Transliteration B: hypotonthoryzō Transliteration C: ypotonthoryzo Beta Code: u(potonqoru/zw

English (LSJ)

(sts. incorrectly written -ίζω, as in Lib.Decl.43.60),

   A murmur in an under-tone, Luc.Merc.Cond.26, Bis Acc.4, al., Agath.4.7; ἐπῳδήν Luc.Nec.7.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτονθορύζω: (συχνάκις φέρεται ἡμαρτημένως -ίζω), τονθυρύζω, ψιθυρίζω χαμηλοφώνως, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 26, Δὶς Κατηγ. 4, κλπ.· τι, διά τι πρᾶγμα, ἅμα καὶ τὴν ἐπῳδὴν ἐκείνην ὑποτονθορύσας ὁ αὐτ. ἐν Νεκυομ. 7· ἤδη ὑπετονθόρυζον καὶ ἤδη ἡ φωνὴ ἐς τὸ σαφέστερον διεκρίνετο Ἀγαθ. Ἱστ. σ. 144Β.

French (Bailly abrégé)

murmurer, grommeler : ὑπ. ἐπῳδήν LUC murmurer une incantation.
Étymologie: ὑπό, τονθορύζω.

Greek Monolingual

Ν
βλ. υποτονθορίζω.

Greek Monotonic

ὑποτονθορύζω: ψιθυρίζω χαμηλόφωνα, σε Λουκ.