θρασύμητις: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θρασύμητις]], -ιδος, ὁ, ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ο [[θρασυμήδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θρασυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μήτις]] «[[σύνεση]], [[σκέψη]]»]. | |mltxt=[[θρασύμητις]], -ιδος, ὁ, ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ο [[θρασυμήδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θρασυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μήτις]] «[[σύνεση]], [[σκέψη]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θρᾰσύμητις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, = το προηγ. σε Ανθ. Π. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,= foreg., AP6.324 (Leon. Alex.).
German (Pape)
[Seite 1216] Ἄρης, dasselbe, Leon. Al. 19 (VI, 324).
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσύμητις: -ιδος, ἡ, = τῷ προηγ. Ἀνθ. Π. 324.
Greek Monolingual
θρασύμητις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) ο θρασυμήδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + μήτις «σύνεση, σκέψη»].
Greek Monotonic
θρᾰσύμητις: -ιδος, ὁ, ἡ, = το προηγ. σε Ανθ. Π.