συμφερόντως: Difference between revisions
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] το [[συμφέρον]] κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συμφερόντως]] ἔχει» — συμφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>συμφέρων</i>, -<i>οντος</i> του [[συμφέρω]]. | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] το [[συμφέρον]] κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[συμφερόντως]] ἔχει» — συμφέρει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>συμφέρων</i>, -<i>οντος</i> του [[συμφέρω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμφερόντως:''' επίρρ. από μτχ. ενεστ., όπως [[συμφέρει]], επικερδώς, επωφελώς, σε Ισοκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv. pres. part. (συμφέρω),
A profitably, τινι Antipho Soph.Oxy.1364.15 (ξυμ-), Pl.Lg.662a, Isoc.2.25, cf. X.Mem.1.2.50, IG12(8).640.8 (Peparethus, ii B.C.), etc.; οὔτε δικαίως οὔτε σ. on no plea either of justice or expediency, Antipho 2.1.9; σ. ἔχει Isoc.8.137, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.45.
German (Pape)
[Seite 991] adv. zum Vor., auf eine nützliche Art; Plat. Legg. II, 662 a; Xen. Mem. 1, 2, 50; Sp., wie Pol. 3, 107, 8.
Greek (Liddell-Scott)
συμφερόντως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ συμφέρω, ὠφελίμως, τινὶ Πλάτ. Νόμ. 662Α, Ἰσοκρ. 19Ε, κτλ.· οὔτε δικαίως οὔτε σ., οὔτε λόγῳ δικαιοσύνης, οὔτε λόγῳ συμφέροντος, Ἀντιφῶν 116. 8· σ. ἔχει Ἰσοκρ. 186C, κτλ.
French (Bailly abrégé)
adv.
avantageusement.
Étymologie: συμφέρον.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. προς το συμφέρον κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον
2. φρ. «συμφερόντως ἔχει» — συμφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφέρων, -οντος του συμφέρω.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. προς το συμφέρον κάποιου, με τρόπο που να συμφέρει κάποιον
2. φρ. «συμφερόντως ἔχει» — συμφέρει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφέρων, -οντος του συμφέρω.
Greek Monotonic
συμφερόντως: επίρρ. από μτχ. ενεστ., όπως συμφέρει, επικερδώς, επωφελώς, σε Ισοκρ.